- υπερόφρυο
- το / ὑπερόφρυον, ΝΜβλ. υπερόφρυος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερόφρυος — α, ο / ὑπερόφρυος, ον, ΝΜ το ουδ. ως ουσ. το υπερόφρυο(ν) το τμήμα τού μετώπου που βρίσκεται αμέσως πάνω από τα φρύδια νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα φρύδια 2. φρ. «υπερόφρυο τόξο» ανατ. τοξοειδής διόγκωση τού μετωπιαίου οστού πάνω… … Dictionary of Greek
μακάκος — (Macaca). Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη. Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και… … Dictionary of Greek
Φoυεγίνοι — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται συλλογικά οι ανθρώπινες ομάδες που ήταν εγκατεστημένες στη Γη του Πυρός και σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν. Οι Φ. περιλαμβάνουν τις λεγόμενες ομάδες της θάλασσας, που διαιρούνται στους Γιάμανα και στους Αλακαλούφ … Dictionary of Greek